- δημοσιεύω
- (AM δημοσιεύω) [δημόσιος]καθιστώ κάτι γνωστό στο κοινόνεοελλ.1. ανακοινώνω, καθιστώ κάτι ευρύτερα γνωστό μέσω τού Τύπου («δημοσίευσε στις εφημερίδες το πολιτικό του πρόγραμμα», «δημοσιεύουν οι εφημερίδες το κείμενο τού νόμου»)2. καταχωρίζω σε εφημερίδα ή περιοδικό άρθρο, δοκίμιο, λογοτεχνικό κείμενο, επιστολή κ.λπ.αρχ.-μσν.διαπομπεύω, εξευτελίζω δημοσίᾳαρχ.1. μεταβιβάζω την κυριότητα στο δημόσιο, δημεύω («θανάτῳ ζημιῶσαι... καὶ τὰ χρήματα δημοσιεῦσαι», Ξενοφ.)2. (για πόρνη) παρέχω το σώμα σε κοινή χρήση («δημοσιευούςῃ τὴν τοῡ σώματος ὥραν»)3. ασχολούμαι με τις υποθέσεις τής πόλης, πολιτεύομαι(«ἔστι τι ἔργον σὸν ἐξ ἰδιωτεύοντος, πρὶν δημοσιεύειν ἐπιχειρεῑν»)4. (για τους γιατρούς) είμαι δημόσιος γιατρός μισθοδοτούμαι από το κράτος5. γεν. είμαι μισθωτός τής πολιτείας, δημόσιος υπάλληλος6. (για πράγματα) είμαι σε δημόσια χρήση7. (μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ δεδημοσιευμένατα κοινής χρήσεως αποφθέγματα, διαδομένα στον λαό.
Dictionary of Greek. 2013.